Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λα Μαρμότα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αρχαιολογική θέση La Marmotta (δηλ. βίδρα) βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό Ανγκουϊλάρα Σαμπάτσια (Anguillara Sabazia), στη λίμνη Μπρατσιάνο (Bracciano), λιγότερο από 30 χλμ. Β.Δ. της Ρώμης. Ο χρόνος είναι περίπου το 5700 π.Χ. ή Π.Κ.Ε., στις αρχές της Νεολιθικής, πέντε χιλιετίες περίπου πριν την ίδρυση της Ρώμης. Τότε, βιολογικά σύγχρονοι άνθρωποι ζούσαν στην Ευρώπη επί δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Πιθανώς αρκετοί αρχαιολόγοι και ανθρωπολόγοι θα τους αποκαλούσαν και πολιτισμικά σύγχρονους, εφόσον από το Λασκώ (Lascaux) και άλλα σπήλαια φαίνεται ότι γνώριζαν τη συμβολική έκφραση. Αλλά ένα άλλο ουσιαστικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό φαίνεται πως έλειπε ακόμα από αυτούς τους ανθρώπους. Ζωγράφισαν ζώα, αλλά δεν τα εξημέρωσαν. Χειρίστηκαν σύμβολα αλλά όχι τον κόσμο, ζώντας μια δύσκολη, άγρια και νομαδική ζωή. Κυνηγούσαν για να προμηθεύονται την τροφή τους και ευτυχώς αντίθετα με εμάς, άφησαν τον κόσμο όπως τον βρήκαν. Έτσι, η Ευρώπη παρέμεινε κυρίως ένα άγριο, αρχέγονο δάσος.

Η αλλαγή, όταν ήρθε τελικά, ήταν τόσο γρήγορη και βαθιά που ονομάστηκε παραγωγική επανάσταση. Περίπου 11.000 χρόνια πριν στην Εγγύς Ανατολή, ορισμένοι άρχισαν να εξημερώνουν άγρια ζώα να καλλιεργούν και να εγκαθίστανται σε μόνιμους οικισμούς. Ως το 9.000, ή 7000 Π.Κ.Ε., η επανάσταση αυτή είχε φθάσει στην Ελλάδα, και ήδη το 4000 Π.Κ.Ε., είχε διαδοθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, στη Μεγάλη Βρετανία και τη Σκανδιναβία. Τούτη η στιγμή έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη στη Λα Μαρμότα. Από την έκτη χιλιετία Π.Κ.Ε. ήδη το κλίμα έχει γίνει υγρότερο, και η στάθμη του νερού στη λίμνη Μπρατσιάνο έχει αυξηθεί περισσότερο από 9 μέτρα. Έτσι, τα ερείπια του νεολιθικού παραλίμνιου οικισμού που βρίσκεται εκεί είναι θαμμένα κάτω από ένα παχύ στρώμα ιλύος, περίπου πεντακόσια μέτρα από την ακτή.

Σε αυτόν τον αρχαιολογικό τόπο εδώ και δώδεκα χρόνια περίπου μια ομάδα δυτών, καθοδηγούμενη από την αρχαιολόγο Μαρία Αντονιέτα Φουγκατσόλα Ντελπίνο (Maria Antonietta Fugazzola Delpino), διευθύντρια του μεγάλου εθνικού μουσείου προϊστορίας και εθνογραφίας Πιγκορίνι (Pigorini) στη Ρώμη, αποκάλυψε τις ενδείξεις και κατόπιν τις μαρτυρίες ύπαρξης αυτού του οικισμού. Αυτό που ανακάλυψε η ομάδα της Φουγκατσόλα είναι ένα μεγάλο, πλούσιο χωριό που ιδρύθηκε, κατά την άποψή της, από μακρινούς ταξιδευτές που έρχονταν από την κεντρική Ιταλία και μακρύτερα -από την Ελλάδα ή ακόμα και την Εγγύς Ανατολή. Ο μόνιμος αυτός οικισμός επέζησε για τέσσερις τουλάχιστον αιώνες πριν εγκαταλειφθεί ξαφνικά και μυστηριωδώς, περίπου το 5230 Π.Κ.Ε. Η λίμνη Μπρατσιάνο (Bracciano) είναι ένας ηφαιστειακός κρατήρας που γεμίζει με τα όμβρια ύδατα της άνοιξης. Έχει πλάτος περίπου 9 χλμ. και περισσότερα από 150 μ. βάθος. Διαθέτει δύο εξόδους. Η μία είναι ο ποταμός Αρόνε (Arrone) – ξηροπόταμος πλέον αλλά πλεύσιμος στη νεολιθική περίοδο – με είσοδο στη λίμνη στο τέλος του όρμου που φτάνει ως την Τυρρηνική θάλασσα, 30 χλμ. νοτιοδυτικά. Η άλλη έξοδος είναι ένα υδραγωγείο, που χτίστηκε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό κατά τον δεύτερο αιώνα Κ.Ε.

Η Μαρία Αντονιέτα Φουγκατσόλα Ντελπίνο άρχισε να εργάζεται στη λίμνη Μπρατσιάνο στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Έγινε διευθύντρια ενός μουσείου, πρόεδρος του ιταλικού ιδρύματος προϊστορίας και πρωτοϊστορίας και, παρά την αρχική έλλειψη ενδιαφέροντος, ολοκληρωμένη αυτοδύτρια. Υπάρχουν πολλά χωριά βυθισμένα σ’ αυτή τη λίμνη. Τα περισσότερα από αυτά, βέβαια, χρονολογούνται από την Εποχή του χαλκού ή την Εποχή του Σιδήρου. Αν και η Φουγκατσόλα είχε εργαστεί σκληρά από το 1989, για να ανασκάψει ένα τάφο της 2ης χιλιετίας Π.Κ.Ε. στο Βικαρέλο (Vιcarello), η κυβέρνηση δεν αποδείχθηκε απλόχερη στη χρηματοδότηση της νέας της προσπάθειας.

Το 1989 η ιταλική εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας και υδάτινων πόρων, ACΕA, αποφάσισε ότι ήθελε να χτίσει ένα νέο υδραγωγείο, που θα αντλούσε κοντά στο κέντρο της λίμνης. Έκανε αίτηση στην τοπική εφορεία αρχαιοτήτων -που ήταν υπεύθυνη για να βεβαιώσει ότι στη λίμνη δεν υπήρχαν αρχαιολογικοί θησαυροί που θα καταστρέφονταν με την εγκατάσταση του αντλητικού αγωγού. Η Φουγκατσόλα, που εργαζόταν τότε στην τοπική εφορεία αρχαιοτήτων, καταδύθηκε σε όλο το μήκος της προτεινόμενης τάφρου με έναν νέο συνάδελφό της, τον Φάμπιο Φατσένα (Fabio Faccenna). Το μόνο που βρήκαν ήταν άφθονη λάσπη και άλγες. Έδωσαν την άδεια στην υδροηλεκτρική εταιρία να ξεκινήσει τις εγκαταστάσεις της, με την υποχρέωση όμως της εποπτείας στην πρόοδο του έργου. Μια ημέρα του Απρίλη, ο Φατσένα κατέφθασε in situ για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι ο εκσκαφέας εκβάθυνσης έφερνε στην επιφάνεια μεγάλα κομμάτια ξύλου και τα σκόρπιζε στην επιφάνεια της λίμνης. Έδωσε εντολή να σταματήσουν αμέσως τα έργα.

Η Φουγκατσόλα καταδύθηκε στη λίμνη, περιμένοντας άλλη μια ανακάλυψη της χάλκινης εποχής, για την οποία κανείς δε θα την πλήρωνε να την ανασκάψει σωστά. Αναδύθηκε έκπληκτη κι αμέσως τράβηξε στους σωρούς της λάσπης που είχε αποθέσει το εκσκαπτικό μηχάνημα στον όρμο της λίμνης. Εκεί ανακάλυψε κομμάτια κεραμικής μαζί με το ξύλο. Ορισμένα μάλιστα έφεραν εμπίεστη διακόσμηση. Η Φουγκατσόλα τα αναγνώρισε αμέσως. Ήταν καμωμένα από τον ίδιο τεχνίτη, που τα διακοσμούσε πιέζοντας τις άκρες ενός κοχυλιού στον υγρό άργιλο. Αυτός ο τύπος ο τύπος κεραμικής είναι ευρύτατα διαδεδομένος στους διάσπαρτους αρχαιολογικούς τόπους κατά μήκος της μεσογειακής ακτής και χρονολογείται από την πρώιμη Νεολιθική (το κοινό κοχύλι cardium edule που έδωσε και το όνομά του στον συγκεκριμένο τύπο κεραμικής (cardial).

Κανένας οικισμός της πρώιμης νεολιθικής δεν είχε ανακαλυφθεί έως τότε στην κεντρική Ιταλία. Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι κανένας δεν είχε ανακαλυφθεί κοντά -πολύ περισσότερο βυθισμένος- σε κάποια λίμνη. Η Ιταλίδα αρχαιολόγος ήξερε πως η υπερκείμενη ιλύς και το νερό είχε προστατέψει πιθανώς το ξύλο και ευαίσθητα τεχνουργήματα από την οξείδωση και τη φθορά, από τη διάβρωση των ανέμων και τις παρεμβάσεις των ύστερων καλλιεργητών. Σε πολλές νεολιθικές τοποθεσίες, το περισσότερο που μπορεί να αναμένει κανείς είναι σπαράγματα κεραμικής, λίθινα εργαλεία και πασσαλότρυπες που αποκαλύπτουν τα σχέδια των οικιών, καθώς και άλλα υπολείμματα ξύλου και σπόρων ή φυτών. Στο βυθό της λίμνης Μπρατσιάνο, η Φουγκατσόλα είχε τη σοβαρή πιθανότητα να ανακαλύψει κάτι μοναδικό για την αρχαιολογία της Νεολιθικής. Όπως είναι φυσικό, εκείνο το καλοκαίρι ασχολήθηκε με τις λάσπες που είχε φέρει στην επιφάνεια ο εκσκαφέας. Η ομάδα βρήκε κομμάτια ξύλου, ξυλεία που χρησιμοποιείτο στην οροφή, καθώς επίσης και εργαλεία. Ανακάλυψε, επίσης, δοχεία γεμάτα σπόρους και υπολείμματα, ενώ ορισμένα από τα δοχεία δεν ήταν διακοσμημένα με εντυπώσεις κοχυλιού, αλλά έφεραν ίχνη χρωματισμού. Ο γαιώδης-κιτρινωπός πηλός ήταν χρωματισμένος με κοκκινωπές, μαύρες, ή λευκές παράλληλες γραμμές. Ωστόσο, έγχρωμη νεολιθική κεραμική δεν υπήρξε ποτέ στην κεντρική Ιταλία. Χρησιμοποιείτο όμως ευρέως στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πρώιμης Νεολιθικής.

Το πιο προκλητικό εύρημα ήταν επίσης κεραμικό, αλλά δεν ήταν κάποιο συνηθισμένο αγγείο. Ήταν το κεραμικό μοντέλο μιας βάρκας, μιας πιρόγας για την ακρίβεια, μεγέθους περίπου 333 εκ. Τέτοιου είδους μοντέλα δεν έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία της νεολιθικής, και πραγματικές βάρκες από τη νεολιθική είναι εξαιρετικά σπάνιες έως ανύπαρκτες στη Μεσόγειο. Δοκιμάζοντας το μοντέλο, η Φουγκατσόλα το έβαλε να πλεύσει σε ρηχό νερό. Παρά τις υψηλές, παχιές πλευρές του, το μοντέλο επέπλευσε. Το επόμενο βήμα πλέον ήταν η ανακάλυψη μιας πραγματικής βάρκας.

Η συζήτηση για την ταυτότητα των πρώτων αγροτών της Ευρώπης και ο τρόπος με τον οποίο διαδόθηκαν οι καλλιέργειες σε όλη την ήπειρο είναι ζήτημα της νεολιθικής αρχαιολογίας και διαρκεί εδώ και τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καλλιέργειες ξεκίνησαν στην Εγγύς Ανατολή. Οι άγριοι πρόγονοι των προβάτων, των αιγών, του σταριού και του κριθαριού έρχονται από εκείνη την περιοχή και όχι από την Ευρώπη. Αλλά διαδόθηκαν στην Ευρώπη από νομάδες καλλιεργητές; Ή αποκτήθηκαν μέσω των εμπορικών δρόμων και της επιγαμίας από από τους κυνηγούς τροφοσυλλέκτες της Ευρώπης; «Αυτοί οι άνθρωποι άρπαζαν τις ευκαιρίες», λέγει ο ο αρχαιολόγος Άλασντερ Γουΐτλ (Alasdair Whittle) του πανεπιστημίου του Κάρντιφ στην Ουαλία, «και θα μπορούσαν να έχουν δεχθεί τους άνεμους αλλαγών σε θέματα εγκατάστασης, επιβίωσης, και άλλων πτυχών της ζωής». Ο Γουίτλ και άλλοι υποστηρίζουν ότι στην Ευρώπη εξαπλώθηκε μάλλον ο καλλιεργητικός πολιτισμός παρά οι ίδιοι οι καλλιεργητές.

Στην περιοχή της Μεσογείου, εντούτοις, υπάρχουν ισχυρές μαρτυρίες ότι η νεολιθική επανάσταση διαδόθηκε από πρωτοπόρους ναυτικούς. Οι νεολιθικοί οικισμοί στη Μεσόγειο ανακαλύπτονται συνήθως κοντά στην ακτή, και μερικοί από τον αρχαιότερους βρίσκονται σε νησιά όπως η Κύπρος και η Σαρδηνία. Επίσης, η διάδοση φαίνεται ότι συνέβη πολύ γρήγορα, ειδικά στη δυτική Μεσόγειο. Τόσο γρήγορα μάλιστα που μας βάζει στη διαδικασία να σκεφθούμε –δεδομένης μάλιστα μιας πρόσφατης ανάλυσης του Πορτογάλου αρχαιολόγου Ζοάο Ζιλιάο (Joao Zilhao)- ότι πρέπει να συνέβη μέσω της θαλασσίας οδού. Τούτη η άποψη ενισχύεται από την παρουσίαση του ίδιου του σκάφους αυτών των πρωτοπόρων ναυτικών στην έκθεση της Φουγκατσόλα στο Εθνικό Μουσείο του Πιγκορίνι.

Η Φουγκατσόλα πήρε την άδεια να επιστρέψει στην Λα Μαρμότα και να ξεκινήσει την επίσημη ανασκαφή το 1992. Το πεδίο βρίσκεται 9 περίπου μέτρα κάτω από τη στάθμη της λίμνης και τα τεχνουργήματα καλυμμένα από τρία περίπου μέτρα πυκνής ιλύος. Περίπου στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου του 1993 μόλις ετοιμαζόταν να κλείσει το πεδίο για το χειμώνα, κάποιος δύτης ανακάλυψε ένα κομμάτι θαμμένου ξύλου που φαινόταν αρκετά μεγάλο για να χαρακτηριστεί ξυλοδοκός στέγης. Τελικά το μήκος του έφθασε τα 10 μ. περίπου μετά την πλήρη αποκάλυψή του. Το ένα άκρο του θύμιζε πολύ την πρύμνη βάρκας.

Αυτό που πρόβαλε από τη λάσπη, μετά από αρκετούς μήνες προσεκτικής αναρρόφησης το 1994, ήταν ένα σκάφος τύπου πιρόγας που βρίσκεται πλέον στο Πιγκορίνι. Χαράχθηκε από έναν ογκώδη δρύινο κορμό και μπορεί να δει κανείς τα σημάδια που άφησαν πίσω τους τα λίθινα εργαλεία εκείνης της εποχής. Η κατασκευή είναι συμπαγής και τρεις τραπεζοειδείς ξύλινες κατασκευές με ανοικτές οπές βρέθηκαν στον πυθμένα της πιρόγας. Είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκαν ως δέστρες για πανιά, αν και βρέθηκαν πολύ λίγα και μικρά κομμάτια υφάσματος in situ. «Αυτοί οι άνθρωποι ταξίδευαν πάνω-κάτω τη Μεσόγειο», πιστεύει η Φουγκατσόλα «Γνώριζαν απ’ ό,τι φαίνεται τα πανιά και πιθανώς χρησιμοποιούσαν δύο πιρόγες συνδεδεμένες για να κατασκευάσουν σκάφη τύπου καταμαράν με κατάστρωμα από σανίδες».

Είτε συμφωνούμε με την Φουγκατσόλα είτε όχι, με ή χωρίς πανιά, με καταμαράν ή με απλό σκάφος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής –όσον αφορά τουλάχιστον στο συγκεκριμένο πεδίο- ήσαν ικανοί για ναυσιπλοΐα, όχι μόνο σε λιμναίο ή ποτάμιο, αλλά και σε θαλάσσιο περιβάλλον. Αρκετά χρόνια πριν, μια ομάδα Τσέχων αρχαιολόγων καθοδηγούμενη από τον Ράντομιρ Τίσχι (Radomir Tischy) κατασκεύασε ένα αντίγραφο της πιρόγας, χρησιμοποιώντας αντίγραφα των νεολιθικών εργαλείων. Ξεκίνησαν να πλέουν με την πιρόγα τους –αυτό κι αν είναι πειραματική αρχαιολογία- σχεδόν 500 μίλια κατά μήκος της μεσογειακής ακτής, από την Ιταλία στην Πορτογαλία. Αντίθετοι άνεμοι τους ανάγκασαν σε πολλές περιπτώσεις να βγουν στην ξηρά, ενώ η τρικυμισμένες θάλασσες, τους έβαζαν σε δύσκολες καταστάσεις, καθώς γέμιζαν την πιρόγα με νερό. Παρόλα αυτά έφτασαν στη Λισαβόνα πεπεισμένοι ότι οι νεολιθικοί τους πρόγονοι θα μπορούσαν να έχουν κάνει το ίδιο ταξίδι, παίρνοντας μαζί τους ακόμη και κατσίκες. Σε μια άλλη περίπτωση γνωρίζουμε ότι οι πρώτοι έποικοι μεσογειακών νήσων μετέφεραν με τα μονόξυλα τους και ορισμένα αγρίμια, οι δε Ισπανοί οικολόγοι έχουν την άποψη ότι τα σχίνα διαδόθηκαν στη Μεσόγειο από τους Έλληνες.

Η Φουγκατσόλα πιστεύει ότι οι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στην Λα Μαρμότα, έφθασαν ως εκεί από τη θάλασσα. Εκτός από τα κεραμικά που μοιάζουν εξαιρετικά με εκείνα που ανακαλύφθηκαν στη Θεσσαλία και ανήκουν στην πρώιμη νεολιθική, αποκάλυψε πρόσφατα ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο: ένα ειδώλιο σκαλισμένο σε στεατίτη. Απεικονίζει μια «πληθωρική γυναίκα», όπως το θέτει η Φουγκατσόλα, και μοιάζει με προηγούμενα γλυπτά από την Εγγύς Ανατολή και την Ελλάδα - γλυπτά που πολλοί αρχαιολόγοι ερμηνεύουν ως απεικονίσεις μιας μητέρας-θεάς. Εάν οι άποικοι έφεραν τη θρησκεία τους στο Λα Μαρμότα, εντούτοις, την προσάρμοσαν στις τοπικές συνθήκες. Η Φουγκατσόλα πιστεύει ότι μικροσκοπικές βάρκες που βρήκε -πέντε μέχρι στιγμής- δεν ήταν ούτε παιχνίδια ούτε πρωτότυπα. Αντίθετα, ήταν πιθανώς τελετουργικά σκάφη που προορίζονταν ως προσφορές για κάποιον λιμναίο θεό.

Η ισχυρότερη μαρτυρία για το ότι οι κάτοικοι της Λα Μαρμότα ήλθαν από μακριά, είναι απλά το γεγονός πως ο πολιτισμός τους ήταν προηγμένος. Σε ορισμένα πεδία, ειδικά στη βόρεια Ευρώπη, οι αρχαιολόγοι έχουν στη διάθεσή τους σαφείς μαρτυρίες πως οι ιθαγενείς κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες πράγματι υιοθέτησαν όψεις του νεολιθικού πολιτισμού, αλλά όχι καλλιεργημένα φυτά. «Όμως, στην περιοχή γύρω από τη Λίμνη Μπρατσιάνο», λέγει η Φουγκατσόλα, «δεν υπάρχουν ίχνη εγκατάστασης κυνηγών-τροφοσυλλεκτών πριν διαμορφωθεί ο καταυλισμός στη Λα Μαρμότα. Όποιοι έχτισαν το χωριό, είχαν στη διάθεσή τους εξαρχής τα πλεονεκτήματα του νεολιθικού πολιτισμού –εξημερωμένα ζώα και φυτά, κεραμικά δοχεία, γυαλισμένα λίθινα εργαλεία- ως να τα ξεφόρτωσαν όλα από τα σκάφη τους από την πρώτη κιόλας μέρα».

Δεν ζούσαν από τα πρόβατα, τις αίγες, το σίτο και το κριθάρι μόνο. Έφεραν μαζί τους χοίρους, αγελάδες και δύο ράτσες σκυλιών. Φύτευαν μια ευρεία ποικιλία ειδών και συνέλεγαν άλλα στα δάση. «Είχαν τα πάντα», λέγει η Φουγκατσόλα. «Έτρωγαν στάρι, λαχανικά και αρκετά φρούτα, δαμάσκηνα, σμέουρα και φράουλες». Ειδικά το χειμώνα, συμπλήρωναν τη διατροφή τους με βελανίδια, τα οποία αποθήκευαν σε μεγάλα κεραμικά βάζα. Καλλιεργούσαν λινάρι για να φτιάχνουν λινά υφάσματα. Καλλιεργούσαν επίσης παπαρούνες οπίου, αν και είναι δύσκολο να καθοριστεί αν χρησιμοποίησαν το όπιο για ιατρικούς ή τελετουργικούς λόγους, ή ίσως μόνο για διασκέδαση. Η Φουγκατσόλα διαθέτει στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία μπορούσαν επίσης να φτιάξουν κρασί.

Σύμφωνα με τις επιθεωρήσεις, η Λα Μαρμότα ήταν μεγάλο χωριό για τη συγκεκριμένη περίοδο, έκτασης περίπου πέντε στρεμμάτων. Οι 3.000 δρύινοι δοκοί που ανακαλύφθηκαν, δίνουν μια ιδέα της κλίμακας του πεδίου. Οι άνθρωποι ζούσαν σε ορθογώνιες κατοικίες 6 x 8 μέτρα περίπου, που στηρίζονταν ψηλά από ξυλοδοκούς, όπως και στο Δισπηλιό Καστοριάς. Ανάμεσα στις μικρότερες κατοικίες αποκαλύφθηκε και μία μεγαλύτερη μήκους 10 περίπου μέτρων, η οποία εξυπηρετούσε πιθανώς τελετουργικές ανάγκες της κοινότητας, καθώς εκεί βρέθηκε το ειδώλιο της θεάς. Οι έξι κατοικίες που έχουν ανασκαφεί έως τώρα είναι διατεταγμένες σε ευθεία γραμμή και πιθανώς ενώνονταν σε ορθές γωνίες, ακολουθώντας κάποιο χωροτακτικό σχήμα. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις η Λα Μαρμότα φιλοξενούσε περίπου 500 κατοίκους.

Καθώς οι δύτες αντλούσαν τα 3 περίπου μέτρα αργίλου που κάλυπταν το χωριό, το πρώτο χωροτακτικό στοιχείο προέκυψε από δρύινους δοκούς, όρθιους ακόμα στη λάσπη. Ανάμεσα στις δοκούς αποκαλύφθηκε ένα στρώμα ξυλείας που χρησιμοποιείτο στη στέγη. Εν τέλει το συνεργείο ανέσκαψε μια σειρά διακριτών δαπέδων, που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικές περιόδους κατοίκησης. Το καθένα από αυτά τα διακριτά στρώματα περιείχε σημαντικές μαρτυρίες για τον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων της Λα Μαρμότα. Εκεί ανακαλύφθηκαν δοχεία με σιτάρι –οι Μαρμοτανοί φύτευαν πέντε διαφορετικά είδη σίτου και κριθάρι- και οστά πολλών διαφορετικών ζώων, εξημερωμένων και άγριων, τα οποία έτρωγαν οι χωρικοί. Μερικά δοχεία περιείχαν και σιτάρι και οστα, τα υπολείμματα του νεολιθικού γεύματος. Σκόρπια μεταξύ των δοχείων ανακαλύφθηκαν αρκετά εργαλεία. Τα κομψά μικρά δρεπάνια με τις ξύλινες λαβές και οι λεπίδες πυριτόλιθου έγιναν με τοπικά υλικά. Όμως ο οψιανός, η μαύρη ηφαιστειακή ύαλος με τα οποία έφτιαχναν οι Μαρμοτανοί τις κοφτερές λεπίδες για τα εγχειρίδιά τους φαίνεται πως ήλθε από τα Αιολικά Νησιά της Σικελίας ή τα Νησιά Πόντζα, που είναι πλησιέστερα στη Ρώμη. Επίσης, ο νεφρίτης τον οποίο γυάλιζαν για να φτιάξουν τους πέλεκυς τους ερχόταν από τη βορειοδυτική Ιταλία.

Αυτό που αποκαλύπτουν τέτοια τεχνουργήματα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων είναι ότι η Λα Μαρμότα δεν ήταν, ή δεν παρέμεινε επί μακρόν απομονωμένος θύλακας στα όρια της νεολιθικής. Η θέση της στην κεντρική Ιταλία και τη Μεσόγειο, την έκανε πιθανώς σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι. «Δεν ήταν συνηθισμένο χωριό», επιμένει η αρχαιολόγος. «Οι κάτοικοι επικοινωνούσαν με άλλες κοινότητες στη Μεσόγειο. Την απεικονίζουμε ως ένα είδος θαλάσσιας οδού με πολλά σκάφη να πηγαίνω-έρχονται». Αυτό το πήγαινε-έλα διήρκεσε στη Λα Μαρμότα περισσότερο από 400 χρόνια, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη δενδροχρονολόγηση των ξύλινων δοκών που χρησιμοποιούνταν για τη στήριξη των κατοικιών. Ο εξωτερικός δακτύλιος καταγράφει το έτος που κόπηκε το δέντρο. Συγκρίνοντας πολλούς διαφορετικούς ξυλοδοκούς οι αρχαιολόγοι αναζητούν ιδιαίτερα σημάδια που αποκαλύπτουν χρονιές ξηρασίας, πυρκαγιές κ.λπ. και φυσικά τις διαφορετικές χρονικές περιόδους κατοίκησης. Ο Οράτσιο Τινάτσι (Orazio Tinazzi), του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Βερόνα, καταγράφει τις σχετικές μετρήσεις για την ηλικία των ξυλοδοκών, διαμορφώνοντας εν είδει ημερολογίου τις χρονολογικές περιόδους του χωριού.

Συνδυάζοντας τη δενδροχρονολόγηση με άλλες μεθόδους, όπως η μέτρηση με ραδιοϊσότοπο του άνθρακα 14C, μπορεί να καθορίσει την απόλυτη χρονολόγηση με τη μεγάλη ακρίβεια. Μέχρι τώρα, η αρχαιότερη ημερομηνία που προκύπτει από τη Λα Μαρμότα είναι περίπου το 5700 Π.Κ.Ε., αλλά πιθανώς θα αποδειχθεί ότι το χωριό μάλλον γεννήθηκε έναν αιώνα νωρίτερα. Είναι βέβαια περισσότερο σίγουρη για το πότε καταστράφηκε ή έσβησε –περίπου το 5200 Π.Κ.Ε. Κατόπιν οι Μαρμοτανοί εγκατέλειψαν το χωριό τους και τούτο μάλλον έγινε βιαστικά, καθώς άφησαν πίσω τους εργαλεία, βάρκες, ακόμη και τρόφιμα. Ο πηλός, αυτή η πυκνή ιλύς του πυθμένα, βοήθησε στη διατήρηση όλων αυτών των τεχνουργημάτων που θα είχαν καταστραφεί αν παρέμεναν στην επιφάνεια και υφίσταντο ατμοσφαιρική διάβρωση. Την ίδια στιγμή η λάσπη και τα αιωρούμενα ιζήματα έγιναν ο πονοκέφαλος των δυτών, που περίμεναν έως και τρεις ημέρες να καθαρίσει το ευαίσθητο οπτικά πεδίο της λίμνης προκειμένου να δουν καθαρά μετά από την αναρρόφηση της ιλύος.

Κατόπιν η δουλειά συστηματοποιείται. Οι δύτες κατασκευάζουν πλαίσια με πλαστικούς σωλήνες πάνω από το πεδίο και συστηματικά ανασκάπτουν μικρά τετράγωνα μήκους 50 εκ. περίπου, αναρροφώντας προσεκτικά τη λάσπη για να μην αναταραχτεί ο πυθμένας και δημιουργηθούν προβλήματα. Η ιλύς που αναρροφάτε έρχεται στην επιφάνεια, και περνά μέσα από ένα μεταλλικό κόσκινο με άνοιγμα οπής 2 χιλ. Όπως είναι φυσικό, το κόσκινο μπορεί να κρατήσει πολύ μικρά αντικείμενα, τουλάχιστον αυτά που δεν μπορεί να διαχειριστεί ο δύτης με γυμνά χέρια, ιδιαίτερα σπόρους και άλλα φυτικά υπολείμματα -πολύ περισσότερο όταν οι δύτες ξεθάβουν εκατοντάδες τεχνουργημάτων και οικουργημάτων σε ένα μόλις τετράγωνο. Έπειτα το τετράγωνο αποτυπώνεται σε ειδικές πινακίδες και πίσω στην ακτή άλλα μέλη του συνεργείου μεταφέρουν τις αποτυπώσεις σε έναν κύριο χάρτη. Όλα τα μέλη τούτης της αρχαιολογικής ομάδας καταδύονται, συμπεριλαμβανομένης της Φουγκατζόλα, σε συνεχόμενες βάρδιες, προκειμένου να καλυφθεί το απαιτητικό έργο μιας υποβρύχιας ανασκαφής.

Ο χρόνος πλέον δεν είναι με το μέρος των αρχαιολόγων. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την πλήρη ανασκαφή ενός τέτοιου πεδίου, είναι πολύ μεγάλο για τα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια μιας αρχαιολογικής καριέρας. Την περασμένη δεκαετία δεν ανασκάφηκε ούτε το 5% του πεδίου της Λα Μαρμότα. Η επιθυμία της Ιταλίδας αρχαιολόγου είναι να ολοκληρώσει ένα τουλάχιστον διακριτό τμήμα της συνολικής ανασκαφής και –το σημαντικότερο- να καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, ανεξάρτητα από τις υποθέσεις της και φυσικά να τις δημοσιεύσει. Λιγοστές είναι οι δημοσιεύσεις της έως τώρα και όλες στην ιταλική γλώσσα. Συνεπώς, οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με τη μεσογειακή αρχαιολογία, έχουν μικρή πρόσβαση στα άκρως ενδιαφέροντα δεδομένα της και είναι δύσπιστοι ως προς τους ισχυρισμούς της ότι οι κάτοικοι της Λα Μαρμότα προήλθαν από την Ελλάδα ή την Εγγύς Ανατολή.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Fugazzola Delpino, M.A., Un Tuffo nel Passato: 8.000 anni fa nel lago di Bracciano, Museo Nazionale Preistorico etnografico "L. Pigorini", (Roma 1995).
  • Gimbutas M., The Language of the Goddess, Harper (San Francisco, 1989)
  • Douglas T. Price (ed.) Europe's first farmers, Cambridge University Press, (Cambridge, 2000)
  • Fugazzola Delpino, M.A.,"La piroga neolitica del lago di Bracciano ("La Marmotta 1") e le imbarcazioni preistoriche in Europa, στο Bullettino di Palethologia Italiana, vol. 86, 1995, n.s. IV.
  • Kuznig, R., "La Marmotta" στο Discover, (November 2002)
  • Timothy Kaiser & Staso Forenbaher, «Adriatic sailors and stone knappers: Palagruza in the 3rd millennium BC», στο Antiquity, Vol 73 no 280 (June 1999)
  • Elliot, C., «The Ghassulian Culture in Palestine: Origins, Influences and Abandonment», στο Levant, X (1978)
  • Adams J., «Ships and boats as archaeological source material», στο World Archaeology, vol. 32, no. 3,(February 2001)
  • Βερνίκος Ν., Δασκαλοπούλου Σ., Καλογερόπουλος Κ., "La Marmotta (Maria Antonietta Fugazzola Delpino)", στο Archive, 22.11.2004.